ἁγνότατος

ἁγνότατος
ἁγνός
pure
masc nom superl sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καθαροάδολος — καθαροάδολος, ον (Μ) αγνότατος, ανιδιοτελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + άδολος] …   Dictionary of Greek

  • ολοκάθαρος — η, ο (Μ ὁλοκάθαρος, ον) εντελώς καθαρός, κατακάθαρος, πεντακάθαρος νεοελλ. 1. διαυγέστατος 2. σαφέστατος («ολοκάθαρο νόημα») 3. τιμιότατος, αγνότατος …   Dictionary of Greek

  • πάναγνος — η, ο, θηλ. και ος (ΑΜ πάναγνος, ον) πάρα πολύ αγνός, αγνότατος το θηλ. ως ουσ. η πάναγνος προσωνυμία τής Θεοτόκου. επίρρ... πανάγνως (Α) με πάναγνο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἁγνός] …   Dictionary of Greek

  • πανευαγής — ές, Α εξαιρετικά ευαγής, ιερότατος, αγνότατος, αμίαντος («αἱ πανευαγεῑς ἐκκλησίαι», Δίον. Αρεοπ.). επίρρ... πανευαγώς (Μ) με τρόπο πολύ ευαγή, ιερότατα, αγνότατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εὐαγής «αγνός, αμίαντος»] …   Dictionary of Greek

  • πανυπέραγνος — ον, Μ αυτός που υπερέχει όλων ως προς την αγνότητα («ἡ σεμνὴ καὶ πανυπέραγνος σου μήτηρ», Μηναί.). επίρρ... πανυπεράγνως Μ με μεγάλη αγνότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὑπέραγνος «αγνότατος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”